- αποσπερμάτιση
- αποσπερμάτιση, η και αποσπερματισμός, οτο βγάλσιμο σπέρματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποσπερμάτιση — η κ. σπερματισμός, ο (Μ ἀποσπερμάτισις, σπερματισμός) η εκσπερμάτωση … Dictionary of Greek
απουσία — η (AM ἀπουσία) [άπειμι] 1. το να μην παρευρίσκεται κανείς κάπου, το να είναι απών 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απουσιάζει κάποιος, η διάρκεια της απουσίας 3. έλλειψη, ανυπαρξία νεοελλ. 1. (για μαθητές ή εργαζόμενους) η μη προσέλευση στο… … Dictionary of Greek